- κορυδαλλέων
- κορυδαλλήlarkfem gen pl (epic ionic)
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Κορύδαλλα — Αρχαία πόλη της νοτιοανατολικής Λυκίας, που αναφέρεται από τον Εκαταίο ως αποικία Ροδίων. Σώζονται νομίσματα από την περίοδο των Ρωμαίων αυτοκρατόρων με την ελληνική επιγραφή «Κορυδαλλέων» … Dictionary of Greek